τρισδιάστατος

τρισδιάστατος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρεις διαστάσεις, μήκος, πλάτος, ύψος (α. «τρισδιάστατο σχήμα» β. «τρισδιάστατος χώρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι-* + -διάστατος (< διΐστημι), πρβλ. πολυ-διάστατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρισδιάστατος — η, ο που έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος): Τρισδιάστατος κινηματογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”